Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων Οινουσσών
Γνωρίζοντας τη Σχολή Πλοιάρχων Οινουσσών
Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Οινουσσών, που περιλαμβάνει την Αιγνούσα, την Παναγιά, το Γαϊδουρόνησο, τη Βάτο, το Ποντικόνησο, το Αρχοντόνησο και μία πλειάδα ακόμα μικρότερων νησίδων, συγκροτεί τον Δήμο των Οινουσσών της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και κατοικείται σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 από 1.050 κατοίκους.
Οι Οινούσσες εκτός των άλλων είναι γνωστές για τη ναυτική παράδοση και το έντονο επιχειρηματικό και εμπορικό πνεύμα των κατοίκων τους κατά την μεταπολεμική περίοδο. Τρανή απόδειξη συνιστούν οι εφοπλιστές και οι πλοιοκτήτες που κατάγονται από τις Οινούσσες και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να υπηρετούν την ελληνική ναυτιλία.
Στις Οινούσσες λειτουργεί ναυτικό λύκειο ενώ εκεί έχει και την έδρα της μία από τις εννέα Α.Ε.Ν. της χώρας. Η Α.Ε.Ν. / Π. Οινουσσών συνιστά μία από τις παλαιότερες ακαδημίες εμπορικού ναυτικού της Ελλάδας με συνεχή λειτουργία από το 1965. Και μολονότι πρόκειται για μία Σχολή σε ένα ακριτικό τόπο, πολλοί είναι οι νέοι που την επιλέγουν για να σπουδάσουν το ναυτικό επάγγελμα, αναγνωρίζοντας το καλό επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και διοικητικής υποστήριξης προς τους σπουδαστές/σπουδάστριες.
Η Σχολή σε ετήσια βάση φιλοξενεί περίπου 100 – 120 σπουδαστές. Η Σχολή διαθέτει τρεις πλοιάρχους Α΄τάξεως ( 1 μόνιμο, δύο ωρομίσθιους), μία καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας (μόνιμη), έναν φυσικομαθηματικό (ωρομίσθιος) και έναν καθηγητή πληροφορικής (ωρομίσθιος) για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών. Στη Σχολή των Οινουσσών η επικοινωνία και επαφή μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου είναι σχετικά πιο άμεσή από ό,τι σε μία άλλη Σχολή λόγω του μικρού αριθμού σπουδαστών με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται όροι καλύτερης συνεργασία μεταξύ τους.
Η Σχολή διαθέτει αίθουσες προσομοιωτών γέφυρας και ραδιοεπικοινωνιών καθώς και αίθουσα πληροφορικής, όλες άρτια εξοπλισμένες, καθώς και μία αίθουσα ναυτική τέχνης, η οποία δημιουργήθηκε με μέριμνα του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Συγκεκριμένα υπάρχουν τρεις προσομοιωτές γέφυρας πλοίου, τέσσερις προσομοιωτές κονσόλας ραδιοεπικοινωνιών, μία αίθουσα ναυτικής τέχνης , μία αίθουσα πληροφορικής, μία αίθουσα χαρτών και τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας. Επιπροσθέτως, υπάρχουν οι κοιτώνες των σπουδαστών (για άρρενες μόνο), η βιβλιοθήκη και η αίθουσα ψυχαγωγίας.
Στη Σχολή παρέχεται, επίσης, η δυνατότητα διαμονής χωρίς κανένα κόστος σε αξιοπρεπείς θαλάμους των 4-6 ατόμων, ενώ σε κάθε θάλαμο υπάρχει μπάνιο με παροχή ζεστού νερού. Επίσης, κατά την διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών παρέχεται πρωινό αλλά και μεσημεριανό φαγητό με κόστος για τον σπουδαστή/σπουδάστρια μόλις ενός ευρώ, χάρη στην ευγενική πρωτοβουλία του κ. Αλέξανδρου Λυγνού και λοιπών εφοπλιστών, οι οποίοι στηρίζουν τη Σχολή καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας της. Το κόστος διαβίωσης, βέβαια, επιβαρύνει τον κάθε σπουδαστή/σπουδάστρια ξεχωριστά, και είναι ανάλογο των εξόδων που ο ίδιος/ίδια επιθυμούν να κάνουν για να καλύψουν τις επιπλέον προσωπικές ανάγκες τους. Η Σχολή, επίσης, διαθέτει αίθουσα ψυχαγωγίας με κυλικείο που λειτουργεί σε καθημερινή βάση, η οποία ανακαινίζεται κάθε χρόνο για να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες των νέων.
Η μετακίνηση των σπουδαστών/σπουδαστρών από και προς τις Οινούσσες γίνεται είτε με το πλοίο της γραμμής που πηγαίνει στο λιμάνι της Χίου είτε με θαλάσσιο ταξί που πηγαίνει στο λιμάνι της Λαγκάδας, το οποίο απέχει μόλις είκοσι λεπτά μακριά από το κέντρο της Χίου με αυτοκίνητο.
Εν κατακλείδι η Α.Ε.Ν. / Π. Οινουσσών αποτελεί μια δραστήρια Ακαδημία, η οποία φημίζεται για την ποιότητα της παρεχόμενης ναυτικής εκπαίδευσης.
Μηνιαία έξοδα
Μέσο κόστος για την ενοικίαση ενός σπιτιού 180 – 240 ευρώ μηνιαίως, έχετε όμως την επιλογή να μείνετε εντός της σχολής.
Το μέσο κόστος για ένα σπουδαστή που διαμένει στην σχολή, κυμαίνετε από220-270 ευρώ μηνιαίως. Με την αγορά συσκευών κουζίνας μπορείτε να μειώσετε το κόστος ζωής κατά πολύ, μαγειρεύοντας εντός της σχολής. Το πρωινό παρέχετε δωρεάν ενώ το μεσημεριανό με το αντίτιμο του ενός ευρώ.
Παρότι το νησί παρέχει οτιδήποτε χρειάζεστε για την καθημερινότητα σας, έχετε την ευχέρεια να μεταβήτε στην Χίο και να προμηθευτείτε με οτιδήποτε άλλο χρειάζεστε.
Μεταφορά από και πρός το νησί
Οι Οινούσσες θεωρούντε άγονη γραμμή και δεν υπάρχουν απευθείας δρομολόγια προς αυτές από τον Πειραιά. Για την διαδρομή απο Χιο-Οινούσσες και το αντίστροφο έχετε 2 επιλογές:
Το καραβάκι ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ ΙΙΙ και μπορείτε να ενημερωθείτε για τα δρομολόγια του που εκτελεί καθημερινά απο το κεντρικό λιμεναρχείο Χίου. (Τηλ. 22710 44433) Η διαδρομή διαρκεί περίπου 45 λεπτά και το κόστος της ανέρχετε στα 2,5 εύρω ανα φοιτητή. Το καραβάκι ΔΕΝ πραγματοποιεί δρομολόγια την Κυριακή, εκτος ιδιάζων περιστάσεων.
Μέσω θαλασσίων ταξί, τα οποία κοστίζουν 65 ευρώ η ενοικίαση για μία διαδρομή απο Οινούσσες – Λαγκάδα και μπορούν να μεταφέρουν μέχρι 8 άτομα. (Η Λαγκάδα είναι ένα λιμάνι στην Χίο που απέχει 20 λεπτά απο την πόλη της Χίου – 20ευρω με 24ώρο ταξί ή 1,5 ευρώ με λεωφορείο) Η διαδρομή διαρκεί περίπου 20 λεπτά.
Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/Π Οινουσσών
Διεύθυνση: ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ ΧΙΟΥ, Τ.Κ. 82101
Τηλέφωνα: 22710 – 55209
Fax: 2271055213
Email: aenoinousson@hcg.gr
Ιστορική Αναδρομή
Ο ναυτότοπος των Οινουσσών αποκτά τη δική του σχολή πλοιάρχων (1951-1980)
«Η Σχολή Πλοιάρχων Οινουσσών ιδρύθη το 1965 κατ’ εφαρμογήν του νόμου 1864/1951 και της ΠΥΣ [Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου] 16/1961, λειτουργεί δε εις την ναυτικωτέραν ταύτην νησίδα του κόσμου», όπως γράφει ο Ανδρέας Λαιμός στο βιβλίο του Το Ναυτικόν του Γένους των Ελλήνων . Η σχολή πλοιάρχων Οινουσσών, η οποία σήμερα ονομάζεται Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Πλοιάρχων Οινουσσών, συνιστά μία από τις παλαιότερες ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού της Ελλάδας με συνεχή λειτουργία από το 1965. Και μολονότι πρόκειται για μια σχολή σε έναν ακριτικό τόπο, πολλοί είναι οι νέοι που την επιλέγουν για να σπουδάσουν το ναυτικό επάγγελμα, αναγνωρίζοντας το καλό επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης . Ωστόσο, αν και η σχολή πλοιάρχων Οινουσσών ιδρύθηκε επισήμως το 1965, η ιστορία της ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε είναι που ιδρύεται στις Οινούσσες το ναυτικό γυμνάσιο, ενώ η ιστορία του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγαθοεργό δράση των μεγάλων Οινούσσιων πλοιοκτητών και την απόφασή τους να στηρίξουν τη ναυτική παράδοση στο νησί τους, το οποίο εύστοχα ο Λέοντας Λαιμός έχει χαρακτηρίσει «θαλασσοκράτειρα».
Η ιστορία λοιπόν της σχολής των Οινουσσών ξεκινά, όπως προκύπτει από το αρχείο των Ναυτικών Χρονικών, ήδη από το καλοκαίρι του 1951, όταν η Καλλιόπη χήρα του Διαμαντή Ιωάννου Πατέρα ανακοινώνει «κατά το τελεσθέν εις τας Οινούσσας πάνδημον μνημόσυνον του Διαμαντή Πατέρα» την απόφαση της οικογένειας, σε υλοποίηση της επιθυμίας τόσο του αποβιώσαντος συζύγου της όσο και της ίδιας, να διατεθεί «το ποσόν των 500 όλων εκατομμυρίων δραχμών διά την ανέγερσιν εις το νησί των Οινουσσών ‒εις το ναυτικώτερον μέρος του κόσμου‒ σύγχρονου σχολικού κτιρίου προς στέγασιν της Αστικής Σχολής και του Γυμνασίου».
Ο θεμέλιος λίθος για το γυμνασιακό μέγαρο θα τεθεί τον Ιούλιο του 1953 και την Κυριακή 20 Ιουνίου 1954 θα πραγματοποιηθεί «μία σεμνή όσον και συγκινητική τελετή», κατά την οποία τα παιδιά του Διαμαντή και της Καλλιόπης Πατέρα, η οποία είχε ήδη φύγει από τη ζωή το 1953 , εκπληρώνοντας την επιθυμία των γονιών τους , παραδίδουν στον τότε υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αχιλλέα Γεροκωστόπουλο, με παρόντα και τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Γεώργιο Βογιατζή, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας της Καλλιόπης Πατέρα, «το επιβλητικόν γυμνασιακόν κτίριον, το ανεγερθέν με δαπάνην 25 χιλιάδων λιρών Αγγλίας» . Στον λόγο του, κατά την παράδοση των κλειδιών στον υπουργό, ο Ιωάννης Διαμαντή Πατέρας, ο μεγαλύτερος γιος των εκλιπόντων, τόνισε μεταξύ άλλων πως «το έργον τούτο αποδεικνύει τον σεβασμόν των δωρητών γονέων μας, προς την αξίαν της παιδείας και προς το καθήκον του κοινωνικού χρέους. […] Το ευρύχωρον και συγχρονισμένον τούτο Εκπαιδευτήριον είναι έτοιμον ν΄ ανοίξη τας θύρας του διά να δεχθή, κατά το προσεχές σχολικόν έτος, την μαθητιώσαν νεολαίαν των Οινουσσών» . Αξίζει να σημειωθεί, όπως αναφέρεται στις σελίδες των Ναυτικών Χρονικών, πως στήριξη στη δημιουργία του γυμνασίου δόθηκε και από την πλευρά του Γεωργίου Χρηστ. Λαιμού.
Η αρχική λοιπόν πρωτοβουλία της Καλλιόπης Πατέρα, το γένος Παντελή Λύρα, βρήκε, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κωττάκης, ευήκοα ώτα στα υπουργεία τόσο της Παιδείας όσο και της Ναυτιλίας. Σε ειδική μάλιστα σύσκεψη που έλαβε χώρα στις αρχές καλοκαιριού του 1954 έγινε αναλυτική παρουσίαση του τρόπου υλοποίησης της ιδέας δημιουργίας στη χώρα ενός ναυτικού γυμνασίου, το οποίο θα χορηγούσε στους αποφοίτους του ένα ισότιμο με του κλασικού γυμνασίου απολυτήριο, αλλά παράλληλα θα πρόσφερε σημαντικές γνώσεις σχετικά με το ναυτικό επάγγελμα για κάθε νέο που οραματιζόταν επαγγελματική σταδιοδρομία στη θάλασσα, σε μια εποχή όπου η ελληνική ναυτιλία βίωνε φάση ισχυρής ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης.
Και όντως «εν πλήρει ομοφωνία κρατικών εκπροσώπων και δωρητών απεφασίσθη ο καταρτισμός του καταλλήλου νομοθετήματος, ώστε το ούτω συνιστώμενον “ναυτικόν γυμνάσιον” να λειτουργήση από του φθινοπώρου [εν. του 1954]» . Το σχετικό «Νομοθετικόν Διάταγμα περί ιδρύσεως του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσσών (Δωρεά Οικογενείας Διαμαντή Ιωάννου Πατέρα)» είχε ήδη καταρτιστεί από τα συναρμόδια Υπουργεία Εμπορικής Ναυτιλίας και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στα τέλη Αυγούστου του 1954, με τον τότε «τμηματάρχην της ναυτικής εκπαιδεύσεως Πλωτάρχην-Λιμενικόν κ. Ελ. Γεωργαντόπουλον» να αποτελεί πρόσωπο-κλειδί στην επιτυχή κατάληξη της υπόθεσης . Στην εισηγητική έκθεση του υπουργείου σημειωνόταν πως «σκοπός του Γυμνασίου τούτου είναι όπως άνευ μειώσεώς τινος του επιπέδου των εις τους αποφοιτώντας μαθητάς παρεχομένων γενικών γνώσεων υποβοηθήται κατά τινα βαθμόν η προετοιμασία των νέων της νήσου διά το ναυτικόν επάγγελμα, διά το οποίον κατά μεγίστην πλειονότητα αν μη κατά το σύνολον προορίζονται» . Έτσι, με το νομοθετικό διάταγμα (ΝΔ 3088/1954) επιτυγχανόταν ο στόχος της άμεσης λειτουργίας του γυμνασίου από το σχολικό έτος 1954-1955.
Ο Δημήτρης Κωττάκης, ο εκδότης των Ναυτικών Χρονικών, που ήταν παρών στην τελετή των εγκαινίων, περιγράφει ως εξής το νέο κτίριο: «Το διώροφον σχολικόν κτίριον αποτελείται από 12 αιθούσας διδασκαλίας ηλιολούστους διαστάσεων 9 x 6 μέτρων. Το πρόπυλον με τους τέσσαρας κίονας νεοκλασσικού δωρικού ρυθμού και η ευρυτάτη προς την θάλασσαν πρόσοψις του όλου κτιρίου μαζί με την άνεσιν του προ αυτού χώρου προσδίδει εις την όλην κατασκευήν επιβλητικότητα. Εις τον εσωτερικόν διάδρομον της σχολής ετοποθετήθησαν αι προτομαί των αειμνήστων δωρητών, του Διαμαντή και της Καλλιόπης Πατέρα, φιλοτεχνηθείσαι από τον γλύπτην Λαμέραν. Θα υπενθυμίζουν εις τους μαθητάς το υψηλόν παράδειγμα της αλτρουιστικής προσφοράς των ευεργετών».
Ωστόσο, τα παιδιά του Διαμαντή και της Καλλιόπης Πατέρα δεν θα περιοριστούν μονάχα στην καταβολή των εξόδων για την ανέγερση «του θεσμοθετούμενου “Ναυτικού” Γυμνασίου, της προτύπου αυτής προπαρασκευαστικής ναυτικής σχολής», αλλά θα προσφέρουν την πολύτιμη αρωγή τους και στον εφοδιασμό του σχολείου με όλο τον απαραίτητο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, όπως σχολικά έπιπλα, όργανα, εργαλεία, μικρά σκάφη, ενώ το 1957 ο Παντελής Διαμαντή Πατέρας θα χτίσει στον περίβολο της ναυτικής σχολής την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών . Επιπλέον, οι χορηγοί του ναυτικού γυμνασίου αποφάσισαν να επιβαρυνθούν και με τη δαπάνη των αμοιβών του καθηγητικού προσωπικού, το οποίο θα αναλάμβανε τη διδασκαλία των μαθητών. Όπως υπολόγιζαν τα Ναυτικά Χρονικά, το συνολικό ποσό που απαιτείτο για πλήρη υλικοτεχνικό εξοπλισμό του γυμνασίου, για πληρωμή αμοιβών καθηγητών, ακόμα και για (πιθανή) απόκτηση ενός εκπαιδευτικού σκάφους, δεν θα ξεπερνούσε τις 2.000 λίρες Αγγλίας . Επιπλέον, στα σχέδια των δωρητών βρισκόταν τόσο η κατασκευή χώρων άθλησης όσο και η επέκτεση των κτιριακών εγκαταστάσεων, με κατασκευή ξενώνα, στον οποίο θα φιλοξενούνταν οι καθηγητές του γυμνασίου, καθώς και οι μαθητές, που θα προέρχονταν από περιοχές εκτός Οινουσσών.
Το γυμνάσιο των Οινουσσών, αυτή η προπαρασκευαστική ναυτική σχολή, θα επέτρεπε στους νέους που θα φοιτούσαν σε αυτό για έξι χρόνια να έρθουν σε άμεση επαφή με τη θάλασσα και με το ναυτικό επάγγελμα. Στο γυμνάσιο οι μαθητές θα διδάσκονταν την καθορισμένη από το Υπουργείο Παιδείας ύλη που παρακολουθούσαν και οι μαθητές σε ένα κλασικό γυμνάσιο, με την προσθήκη όμως και μαθημάτων τα οποία θα επέτρεπαν «την προς τα θαλάσσια έργα στροφήν της σκέψεως και της μορφώσεως των μαθητών κατά τον δεύτερον ιδία τριετή κύκλον των γυμνασιακών μαθημάτων». Συγκεκριμένα, αντί της γαλλικής γλώσσας, οι μαθητές θα παρακολουθούσαν μαθήματα αγγλικής καθ’ όλη τη διάρκεια των έξι ετών των σπουδών. Επίσης, κατά τη δεύτερη τριετία των γυμνασιακών σπουδών θα υπήρχε μείωση των ωρών διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών, παύση διδασκαλίας της λατινικής γλώσσας, ενώ θα γινόταν πιο εμπεριστατωμένη μελέτη Φυσικής, Μαθηματικών και Κοσμογραφίας, με στόχο οι μαθητές να κατανοούν καλύτερα τα της ναυσιπλοΐας, των προωστήριων συστημάτων των πλοίων καθώς και των ηλεκτρονικών τους οργάνων. Επιπρόσθετα, οι μαθητές του γυμνασίου Οινουσσών κατά τα τελευταία έτη των μαθημάτων τους «θα διδάσκωνται στοιχεία του ναυτικού δικαίου, αστρονομίας και ναυτικών υπολογισμών, όπως και την ιστορία του εμπορικού μας ναυτικού και [γνώση] των ναυτικών εργαλείων» , «οικονομικήν γεωγραφίαν» καθώς και «στοιχεία ναυπηγίας» . Η διδασκαλία των μαθημάτων ναυτικού προσανατολισμού πραγματοποιούνταν για πέντε έως οκτώ ώρες σε εβδομαδιαία βάση . Έχει επίσης ενδιαφέρον πως το απολυτήριο του γυμνασίου Οινουσσών θα συνιστούσε πλέον «προσόν απαραίτητον διά την αποκτησιν διπλώματος Πλοιάρχου, Ραδιοτηλεγραφητού ή Οικονομικού» , ενώ το ίδιο το γυμνάσιο θα αποτελούσε και πρότυπο για την ίδρυση αντίστοιχων σχολείων και σε άλλες ναυτικές περιοχές της χώρας, όπως σχεδιαζόταν για παράδειγμα σε Ιθάκη, Άνδρο ή Κάσο.
Η λειτουργία του γυμνασίου υπήρξε άρτια. Τον Φεβρουάριο του 1955 το ναυτικό γυμνάσιο Οινουσσών αριθμούσε 124 μαθητές, με αρκετούς να προέρχονται από άλλες περιοχές της Ελλάδας, «ακόμη και από το εξωτερικόν» . Για τα Ναυτικά Χρονικά τα εύσημα έπρεπε να αποδοθούν τόσο στον γυμνασιάρχη Κωνσταντίνο Κρεατσά όσο και στο διδακτικό προσωπικό, που χάρη στη συστηματική προσπάθειά τους ανέδειξαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του γυμνασίου και το κατέστησαν, με την αδιάκοπη χορηγική φροντίδα της οικογένειας Διαμαντή και Καλλιόπης Πατέρα, πόλο έλξης για τους νέους ολόκληρης της χώρας, που επιθυμούσαν να γνωρίσουν από μικρή ηλικία τη θάλασσα και να σταδιοδρομήσουν αργότερα ως ναυτίλοι.
Η σχολή πλοιάρχων των Οινουσσών.
[Ναυτικά Χρονικά, 735/494, 15 Ιανουαρίου 1966, σ. 24]
Ωστόσο, η προσέλευση ενός τόσο μεγάλου μεγάλου αριθμού μαθητών έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της ανέγερσης και ενός οικοτροφείου, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί κτιριακώς το συγκρότημα του ναυτικού γυμνασίου Οινουσσών. Τα Ναυτικά Χρονικά γράφουν τον Φεβρουάριο του 1956 πως υπήρξε ιδέα του Γ. Χρ. Λαιμού η ίδρυση «εις τας Οινούσσας Ναυτικού Οικοτροφείου εν συσχετισμώ με το εκεί υποδειγματικόν Ναυτικόν Γυμνάσιον». Το ποσό που χρειαζόταν να συγκεντρωθεί άγγιζε τις 20.000 λίρες Αγγλίας. Επρόκειτο για ένα μεγάλο μεν χρηματικό ποσό, που ωστόσο θεωρείτο εφικτό να συγκεντρωθεί από τους Οινούσσιους εφοπλιστές. Στα τέλη του χειμώνα του 1955 τα αρχιτεκτονικά σχέδια είχαν ήδη καταρτιστεί και είχαν αποσταλεί «εις το Λονδίνον προς τους ιδρυτάς του προτύπου Γυμνασίου κ.κ. Αδελφούς Διαμαντή Πατέρα [εν. τα τέκνα του Διαμαντή Ιωάννου Πατέρα]» για να λάβουν άμεση γνώση οι μεγάλοι δωρητές του γυμνασίου . Η δημοσιοποίηση της προσπάθειας εξεύρεσης χορηγιών για την κατασκευή και τη λειτουργία του οικοτροφείου, αυτού του «ναυπηγείου ψυχών», όπως αποκαλείτο, οδήγησε σε κινητοποίηση πολλών πλοιοκτητών όχι μόνο από τις Οινούσσες αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, που δεν είχαν σχέση καταγωγής με το νησί, όπως για παράδειγμα ο Σταύρος Νιάρχος . Και πράγματι, η κινητοποίηση των πλοιοκτητών ήταν άμεση και τρία χρόνια μετά τη λειτουργία του ναυτικού γυμνασίου Οινουσσών, στο οποίο πλέον φοιτούσαν 250 μαθητές, το νησί θα αποκτήσει και ναυτικό οικοτροφείο. «Πρωτεργάτες της προσπάθειας υπήρξαν», όπως έγραφαν το 1957 τα Ναυτικά Χρονικά, «οι Μιχαήλ Λαιμός, ο Λέοντας Λαιμός και ο Στέφανος [Διαμαντή] Πατέρας».
Βέβαια, οι δωρεές των Οινούσσιων πλοιοκτητών δεν κατευθύνθηκαν μόνο προς το οικοτροφείο, αλλά συνεχίζονταν και προς το ναυτικό γυμνάσιο, με στόχο, κυρίως, την ενίσχυση των μαθητών του αλλά και τη βελτίωση του εξοπλισμού του. Έτσι, λοιπόν, τον Φεβρουάριο του 1955 ο Ιωάν. Κ. Χατζηπατέρας με επιστολή του ενημερώνει τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Ναυτιλίας Λεωνίδα Μπουρνιά, με καταγωγή από τη Χίο, πως προχωρά στην καθιέρωση χρηματικού βραβείου ύψους 300 λιρών Αγγλίας, «διά τον καλύτερον εις το ήθος και την βαθμολογίαν τελειόφοιτον του προτύπου ναυτικού γυμνασίου των Οινουσσών υπό τον όρον όπως συμπληρώση ούτος τας σπουδάς του εις την Αγγλίαν ή φοιτήση επί εν έτος εις την ναυτικήν σχολην του Σαουθάμπτον» . Από την άλλη και «ο εφοπλιστής Παντελής Διαμαντή Πατέρας ενημερώνει το υπουργείο Ναυτιλίας ότι αποφάσισε να χορηγήσει ετησίως 300 λίρες, 50 λίρες για τον καλύτερο μαθητή κάθε έτους» . Το ναυτικό γυμνάσιο Οινουσσών προκάλεσε, όμως, το ενδιαφέρον και του Κώστα Μιχαήλ Λεμού, του μεγάλου ευεργέτη της ναυτικής μας εκπαίδευσης, ο οποίος αποφασίζει το 1959 να «προσφέρη εις το Γυμνάσιον της ιδιαιτέρας του πατρίδος μίαν πλήρη συσκευήν ασυρμάτου R.C.A.» και με αυτόν τον τρόπο το γυμνάσιο έχει εξοπλιστεί με «όλα τα εις την αίθουσαν του ασυρμάτου των πλοίων εγκατεστημένα όργανα και εξαρτήματα».
Στις αρχές πια της δεκαετίας του 1960 το ναυτικό γυμνάσιο των Οινουσσών μετρούσε αρκετά χρόνια επιτυχημένης πορείας, έχοντας υποδεχτεί εκατοντάδες μαθητές και έχοντάς τους προσφέρει τις σημαντικές πρώτες γνώσεις για επαγγελματική σταδιοδρομία στον χώρο της ναυτιλίας. Ωστόσο, ο ελληνόκτητος στόλος, καθώς μεγεθυνόταν με έντονο ρυθμό, αναζητούσε πολλούς νέους αξιωματικούς, με ποιοτική κατάρτιση για άμεση επάνδρωση των πλοίων του. Γράφουν χαρακτηριστικά τα Ναυτικά Χρονικά την 1η Ιανουαρίου 1962: «Χίλια εκατόν είναι τα υπό ελληνικήν σημαίαν πλοία και επτακόσια της ελληνικής πλοιοκτησίας. Συνολική χωρητικότης δεκατριών εκατομμυρίων τόννων κατατάσσει την Ελλάδα ως τρίτην εν τω κόσμω ναυτιλιακή δύναμιν. Αλλά τα 1.800 αυτά πλοία απαιτούν νουν και χείρας διά να κινηθούν και να κυβερνηθούν. Αν περιορισθώμεν μόνον εις τους αξιωματικούς και αν υπολογίσωμεν το φυσιολογικόν ποσοστόν της μονίμου και προσκαίρου αποχής από της εργασίας, συμπεραίνομεν ευχερώς ότι τα 1.800 αυτά πλοία χρειάζονται 2.000 πλοιάρχους, 6.000 αξιωματικούς καταστρώματος, ισαρίθμους κατ’ αντιστοιχίαν προϊσταμένους και υφισταμένους μηχανικούς και 2.000 περίπου ασυρματιστάς, διά να καλύψουν τας βασικάς ανάγκας των, τας απορρέουσας εκ των περί νομίμου συνθέσεως διατάξεων» . Και το συμπέρασμα του αρθρογράφου των Ναυτικών Χρονικών Ξενοφώντα Αντωνιάδη, πλοιάρχου και διευθυντή Ναυτικής Εκπαίδευσης , είναι ότι «χρειαζόμεθα πολλούς νέους αξιωματικούς διά το εμπορικόν ναυτικόν». Και μπορεί οι τότε λειτουργούσες σχολές πλοιάρχων και μηχανικών, δηλαδή οι σχολές της Ύδρας, του Ασπροπύργου, της Κύμης και της Σύρου, να προσέφεραν σημαντικό έργο, ωστόσο ήταν φανερό πως δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη μεγάλη ζήτηση για αξιωματικούς γέφυρας και μηχανής. Για τον Αντωνιάδη «αι υπάρχουσαι Δημόσιαι Σχολαί εις Ύδραν, Ασπρόπυργο, Κύμην και Σύρον έχουν την δυνατότητα να παρέχουν ετησίως 280-300 δοκίμους και των τριών κλάδων, αρτίως κατηρτισμένους διά ν’ αναλάβουν τα επί του πλοίου καθήκοντά των. Περαιτέρω αύξησις της αποδόσεώς των Σχολών τούτων ή είναι πρακτικώς αδύνατος ή εκπαιδευτικώς επικίνδυνος».
Ως απάντηση σε αυτό το πρόβλημα ο Ξ. Αντωνιάδης ζητά να εξεταστεί η δυνατότητα τα τότε λειτουργούντα ναυτικά γυμνάσια σε Οινούσσες και Ιθάκη να μετατραπούν σε σχολές πλοιάρχων . Είναι η πρώτη φορά που γίνεται δημοσίως λόγος για ανάγκη δημιουργίας μιας νέας σχολής πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού, αυτή τη φορά στις Οινούσσες, αξιοποιώντας τις εξαιρετικές υποδομές του εκεί ναυτικού γυμνασίου, με ταυτόχρονη βεβαίως κατάργησή του. Αυτό που χρειαζόταν, με δεδομένο πως οι Οινούσσες διέθεταν άρτιες υποδομές για να φιλοξενήσουν στο ναυτικό τους γυμνάσιο και οικοτροφείο μια δημόσια σχολή πλοιάρχων, ήταν να υπάρξει το αντίστοιχο αίτημα από πλευράς των Οινούσσιων πλοιοκτητών. Και τα Ναυτικά Χρονικά τόνιζαν πως «εφ’ όσον η μετατροπή αυτή αποτελέση αίτημα των Οινουσσίων εφοπλιστών, [το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας] θα πρέπει να το ακούση ευμενώς».
Εν τέλει το αίτημα θα κατατεθεί με πιο επίσημο τρόπο από τον Σύνδεσµο Ναυτιλίας και Παιδείας Οινουσσών (ΣΝΠΟ), ο οποίος είχε θέσει υπό την εποπτεία του τη λειτουργία του ναυτικού γυμνασίου, και σε αυτό το αίτημα θα «προστεθεί» εν συνεχεία, στα τέλη του 1964, και «η προσφορά του Ταμείου Ευπραγίας Οινουσσών», όπως γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά. Συγκεκριμένα, οι Οινούσσιοι πλοιοκτήτες που διέμεναν στο Λονδίνο καταθέτουν υπόμνημα προς την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και τους υπουργούς Ναυτιλίας και Παιδείας, με το οποίο ζητούσαν να μετατραπεί σε δημόσια σχολή πλοιάρχων το ναυτικό γυμνάσιο του νησιού.
Συγκεκριμένα, στο υπόμνημα αναφέρονται τα εξής: «Λαμβάνομεν την εξαίρετον τιμήν όπως απασχολήσωμεν μικρόν μέρος του πολυτίμου χρόνου υμών, ίνα και ημείς, οι εν Λονδίνω κατοικούντες Οινούσσιοι εφοπλισταί και ναυτικοί, εκθέσωμεν και αναπτύξωμεν εν ολίγοις, θερμήν δε δώσωμεν συμπαράστασιν εις το αίτημα, το ήδη προβληθέν επισήμως εν Αθήναις, παρά του ΣΝΠΟ, του εχόντος το έλεγχον των ανωτέρω Εκπαιδευτηρίων, καθώς και των Χίων βουλευτών προς τον σκοπόν όπως το εν Οινούσσαις από δεκαετίας ήδη λειτουργουν προτύπως Ναυτικόν Γυμνάσιον Οινουσσών, μετά πλήρους Οικοτροφείου, περιέλθη υπό την κρατικήν μέριμναν και μετατραπή υπό του ΥΕΝ εις Δημοσίαν Σχολήν Εμπορικού Ναυτικού. […] Θεωρούμεν περιττόν όπως […] εκθέσωμεν υμίν […] τα γεγονότα, άτινα καθιστούν τας εκτεταμένας και πλήρεις εγκαταστάσεις, τας συναποτελούσας το συγκρότημα του Ν.Γ.Ο. ως το πλέον κατάλληλον ίδρυμα της ναυτικής παιδείας, ενδεδειγμενου ίνα λειτουργήση ως Δημοσία Σχολή Πλοιάρχων Ε.Ν. Εν κατακλείδι, ας μας επιτραπή να τονίσωμεν την ηθικήν ικανοποίησιν και την χαράν των απανταχού Οινουσσίων και Χίων, εκ της πραγματοποιήσεως και δικαιώσεως του γενικού πόθου ημών και αιτήματος. […]».
Το υπόμνημα υπογράφουν οι εξής Οινούσσιοι πλοιοκτήτες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν «την όλην δύναμιν των εν Λονδίνω Οινουσσιακών Εφοπλιστικών Γραφείων»: Ιω. Κ. Χατζηπατέρας, Κώστας Ι. Χατζηπατέρας, Νικόλαος Ιω. Χατζηπατέρας, Ν. Χατζηπατέρας, Α. Κ. Χατζηπατέρας, Κ. Α. Χατζηπατέρας, Ιω. Α. Χατζηπατέρας, Κ. Π. Λαιμός, Γ. Λαιμός, Μιχαήλ Χρ. Λαιμός, Δ. Λαιμός, Μάρκος Δ. Λαιμός, Μάρκος Διαμαντή Λαιμός, Θ. Γ. Λαιμός, Νικόλας Σ. Λαιμός, Δ. Λαιμός, Π. Λαιμός, Μ. Λεμός, Μάρκος Λύρας, Δ. Ι. Πατέρας, Ιωάν. Δημητρίου Πατέρας, Στέφανος Διαμαντή Πατέρας, Νικόλαος Διαμαντή Πατέρας, Διαμ. Παντ. Πατέρας, Α. Πατέρας, Κ. Σαμωνάς, Δημήτρης Χατζαντωνάκης, Στέφανος Μ. Κολλάκης .
Το αίτημα των Οινουσσίων πλοιοκτητών ήταν αρκούντως ισχυρό για να μην του δοθεί η δέουσα προσοχή από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Άλλωστε η συνεισφορά των Οινουσσίων προς το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης με τα περισσότερα από τριακόσια εμπορικά τους πλοία ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμη για την ίδια την ύπαρξη του Κεφαλαίου. Επομένως, μια άρνηση για μετατροπή του ναυτικού γυμνασίου σε δημόσια σχολή πλοιάρχων ήταν εκτός συζήτησης, με δεδομένο μάλιστα πως οι κτιριακές υποδομές του γυμνασίου ήταν υψηλού επιπέδου και καθ’ όλα έτοιμες να στεγάσουν μια λειτουργική δημόσια σχολή ναυτικής εκπαίδευσης.
Και πράγματι τον Φεβρουάριο του 1965 «δι’ υπουργικής αποφάσεως συνιστάται η δημοσία ναυτική σχολή Οινουσσών. Το κτίριον του Οικοτροφείου του Ναυτικού Γυμνασίου, καταλλήλως διαρρυθμιζόμενον και εξοπλιζόμενον, θα είναι η στέγη της. Από του προσεχούς σχολικού έτους θα λειτουργήση» . Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί πως το κτίριο του ναυτικού γυμνασίου Οινουσσών, που προσφέρθηκε από τον Σύνδεσμο Ναυτιλίας και Παιδείας Οινουσσών , είχε εκμισθωθεί προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας «αντί του συμβολικού μισθώματος των δραχμών 3.500 μηνιαίως».
Μετά την υπουργική απόφαση (15843/8.2.65) , τον Απρίλιο του 1965, το Συμβούλιο Ναυτικής Εκπαίδευσης θα ανακοινώσει τη 16η Σεπτεμβρίου ως ημερομηνία των εξετάσεων για την εισαγωγή σπουδαστών στις δημόσιες σχολές ΕΝ. Είναι η πρώτη χρονιά που θα λειτουργήσει η σχολή των Οινουσσών, εσωτερικής φοίτησης, με δυνατότητα υποδοχής 90 σπουδαστών κατ’ έτος . Ωστόσο, για το ακαδημαϊκό έτος 1965-1966 ο αριθμός των εισακτέων της ορίζεται σε 40 σπουδαστές , όπως ακριβώς ορίστηκε και για τις άλλες σχολές πλοιάρχων, δηλαδή σε Ύδρα, Ασπρόπυργο, Κύμη και Σύρο.
Επίσης, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονταν και οι διαδικασίες για την επιλογή του κατάλληλου διδακτικού προσωπικού . Σαφώς, η εξεύρεση των κατάλληλων καθηγητών για τη σχολή πλοιάρχων των Οινουσσών συνιστούσε μια σημαντική πρόκληση με δεδομένη την απόσταση της νήσου από τα μεγάλα αστικά κέντρα, μια πρόκληση που είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλες σχολές, όπως για παράδειγμα η Ύδρα ή η Κύμη. Παρ’ όλα αυτά η σχολή μπόρεσε να λειτουργήσει με άρτιο τρόπο, παρέχοντας υψηλού επιπέδου κατάρτιση στους σπουδαστές της, οι οποίοι προέρχονταν από ολόκληρη τη χώρα ή, όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά τον Ιανουάριο του 1977, «εις την ουσίαν η δύναμις της σχολής συγκροτείται εκ μαθητών εκ πάσης ελληνικής γωνίας, συμπληρουμένη κατά κανόνα εκ των επιλαχόντων του Κέντρου».
Τα εγκαίνια της σχολής των Οινουσσών πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 16 Οκτωβρίου 1965, με την παρουσία του μητροπολίτη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών, του τότε υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Ισίδωρου Μαυριδόγλου, του βουλευτή Χίου Λεωνίδα Μπουρνιά, αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων του ΥΕΝ, των αρχών της Χίου και πολλών πλοιοκτητών. Ο υπουργός Ναυτιλίας στον λόγο του εξέφρασε τη χαρά του για την ολοκλήρωση των διαδικασιών μετατροπής του ναυτικού γυμνασίου σε σχολή πλοιάρχων, ενώ συμφώνησε με τον Λεωνίδα Μπουρνιά πως «το Κράτος δεν επρόσεξεν όσον έπρεπε τας Οινούσσας […]. Η Αιγνούσα προσέφερε και προσφέρει πάμπολλα εις την εθνικήν μας οικονομίαν. Η Αιγνούσα είναι το μικρότερον εις έκτασιν νησί, με την μεγαλυτέρα ναυτιλία. Τα πλοία της περιφέρουν υπερηφάνως την ελληνικήν σημαίαν εις όλα τα μέρη του κόσμου. Είναι το ναυτικώτερο μέρος του κόσμου». Και ο υπουργός Ναυτιλίας ολοκλήρωσε την ομιλία του σημειώνοντας με έμφαση πως «η ναυτική σχολή της Αιγνούσας θα είναι φάρος ακτινοβολών την προς έργα κοινωφελή ευγενή διάθεσιν της Αιγνουσιώτικης Κοινότητος».
Η Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού των Οινουσσών ήταν πλέον πραγματικότητα και «απεφοίτησαν εξ αυτής το 1967 42 πλοίαρχοι και το 1968 43» . Ο μεγαλύτερος ναυτότοπος της Ελλάδας και ένας από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης είχε αποκτήσει τη δική του σχολή, η οποία θα προσφέρει στην ελληνική ναυτιλία στα πρώτα 15 χρόνια λειτουργίας της περισσότερους από 360 «αξιωματικούς καταστρώματος με την υψηλήν επαγγελματικήν κατάρτισιν της δημοσίας ναυτικής παιδείας» .
«Τας κτηριακάς της εγκαταστάσεις τας εχρηματοδότησαν ο Υιοί Διαμαντή-Πατέρα [εν. τα τέκνα της οικογένειας του Διαμαντή και της Καλλιόπης Πατέρα] και την λειτουργίαν της το “Ταμείον Ευπραγίας Οινουσσίων Εφοπλιστών” –οργανισμός εδρεύων εις το Λονδίνον– δι’ ετησίων συνεισφορών των πλοίων των Οινουσσίων εφοπλιστών» . Η σχολή των Οινουσσών, με άλλα λόγια, αποτελεί απτή απόδειξη των αγαθοεργών αισθημάτων προσφοράς και κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων Οινούσσιων πλοιοκτητών και πρωτίστως των μελών της οικογένειας Διαμαντή και της Καλλιόπης Πατέρα, των οποίων η φιλοσοφία ζωής σε ό,τι αφορά την κοινωνική και ανθρωπιστική πρόνοια περιέχεται στη ρήση του πρωτότοκου γιού της οικογενείας Ιωάννη Διαμαντή Πατέρα: «Οι γονείς μου με δίδαξαν ότι τα χρήματα που κερδίζουμε στη ζωή είναι δανεικά και πρέπει να τα επιστρέφουμε στην κοινωνία και στους ανθρώπους του μόχθου, που έχουν ανάγκη βοηθείας».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 117
Πηγή: Isalos.net